- σχεδιάζει
- σχεδιάζωdopres ind mp 2nd sgσχεδιάζωdopres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
αδικομήχανος — ἀδικομήχανος, ον (Α) αυτός που σχεδιάζει μηχανορραφίες, ο δολοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + μηχανή (= τέχνασμα, πανουργία, δόλος)] … Dictionary of Greek
αισχροπλόκος — ον αυτός που πλέκει, που σχεδιάζει ή γράφει αισχρότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρὸς + πλοκος < πλέκω. ΠΑΡ. αισχροπλοκία] … Dictionary of Greek
ανεπιβούλευτος — ἀνεπιβούλευτος, ον (AM) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιβουλευθεί κανένας αρχ. εκείνος που δεν επιβουλεύεται κάποιον άλλο, που δεν σχεδιάζει ύπουλα να βλάψει άλλον … Dictionary of Greek
αρχιτέκτονας — ο (θηλ. αρχιτεκτόνισσα, η) (AM ἀρχιτέκτων) [τέκτων] 1. ο επιστήμονας που σχεδιάζει οικοδομήματα ή μνημεία και επιβλέπει την κατασκευή και τη διακόσμηση τους 2. ο πρωτεργάτης ή αυτός ο οποίος πρώτος επινόησε κάτι και φρόντισε για την εκτέλεση του… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που … Dictionary of Greek
επίβουλος — η, ο (AM ἐπίβουλος, ον) [επιβουλεύω] 1. (για άνθρωπο) αυτός που σχεδιάζει κακό και με δόλιες ενέργειες βλάπτει κάποιον 2. (για ενέργειες, πράξεις κ.λπ.) ύπουλος, δόλιος (« πίβουλε Πόθε», «ἐπίβουλοι νόσοι») αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβουλα … Dictionary of Greek
επιμήχανος — ἐπιμήχανος, ον (Α) πανούργος, αυτός που σχεδιάζει με πανουργία κάτι … Dictionary of Greek